θεσμοφυλακικός

θεσμοφυλακικός
θεσμο-φῠλᾰκι<κ>ός, ή, όν
A

, νόμος Plu.2.292d

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεσμοφυλακικός — θεσμοφυλακικός, ή, όν (Α) [θεσμοφύλαξ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμοφύλακες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”